Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ανάκαμψη — η (Α ἀνάκαμψις) 1. κάμψη, στροφή, λύγισμα προς τα πίσω ή προς τα επάνω νεοελλ. 1. επιστροφή, επάνοδος 2. παράκαμψη 3. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία ο γυμναζόμενος κάμπτει τους βραχίονες προς τα πλάγια και τοποθετεί τις παλάμες στον αυχένα… … Dictionary of Greek
ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… … Dictionary of Greek
κάμψη — I (Ανατ.). Μία κίνηση, όπως το λύγισμα του γονάτου, που επιμηκύνει τη γωνία ανάμεσα σε δύο γειτονικά οστά. Η αντίθετη κίνηση είναι η έκταση. II (Μηχ.). Παραμόρφωση που προκαλείται σε ένα στερεό υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων ή θερμοκρασίας … Dictionary of Greek
καβατζάρισμα — και καβαντζάρισμα, το [καβατζάρω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού καβατζάρω, η παράκαμψη … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
οισοφαγοεντεροστομία — η ιατρ. άμεση ή έμμεση αναστόμωση τού οισοφάγου με το λεπτό ή με το παχύ έντερο ύστερα από ολική γαστρεκτομή ή για παράκαμψη όγκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οισοφάγος + εντεροστομία] … Dictionary of Greek
παρακαμπτήριος — α, ο 1. αυτός που χρησιμεύει για παράκαμψη 2. φρ. α) «παρακαμπτήρια γραμμή» δευτερεύουσα σιδηροδρομική γραμμή, παράλληλη προς την κύρια, στους σταθμούς ή στις στάσεις, για να βοηθάει στη διασταύρωση ή στους ελιγμούς τών αμαξοστοιχιών β)… … Dictionary of Greek
περίκαμψη — η / περίκαμψις, άμψεως, ΝΑ [περικάμπτω] 1. λύγισμα ολόγυρα, κύρτωση 2. παράκαμψη 3. μτφ. πρόφαση, υπεκφυγή νεοελλ. τρόπος κατεργασίας μεταλλικού ελάσματος με τον οποίο δίνεται σε αυτό καμπυλωτό σχήμα με σφυρηλασία ή με πίεση … Dictionary of Greek
τραχειοτομία — η, Ν ιατρ. εγχειρητική διάνοιξη τής τραχείας και εισαγωγή τραχειοσωλήνα για παράκαμψη στένωσης ή απόφραξης τού λάρυγγα ή σε περιπτώσεις που απαιτούν παρατεταμένη σύνδεση με συσκευή τεχνητής αναπνοής και αναρρόφηση τών τραχειοβρογχικών εκκρίσεων.… … Dictionary of Greek